Τρίτη 10 Μαΐου 2016

Ιστορικές επαναλήψεις 1) Η πτώση της Σπάρτης

Του Γεράσιμου Δεληβοριά


«Οι μόνοι αγώνες που χάθηκαν, είναι αυτοί που δεν δόθηκαν ποτέ». (Σύνθημα του Μάη 68)

Ο Τρότσκι είχε πεί πως ένας ηγέτης πρέπει να ᾽ναι και λίγο προφήτης. Να μπορεί να προβλέπει τις εξελίξεις και κυρίως, τις κινήσεις των αντιπάλων και να προσαρμόζει τη δική του τακτική σε όφελος του λαού του.
 Την εποχή που τα έγραφε αυτά, δεν υπήρχαν φυσικά τα μοντέλα πρόβλεψης που χρησιμοποιούν οι σύγχρονοι αναλυτές για να αναλύουν καταστάσεις και να συμβουλεύουν κυβερνήσεις ή διοικητικά συμβούλια εταιρειών.
 Υπήρχε όμως η Ιστορία.
 Η Ιστορία ΔΕΝ  επαναλαμβάνεται. Ούτε σαν φάρσα, ούτε σαν τραγωδία. Ο Μαρξ το γνώριζε αυτό καλύτερα από τον καθένα. Με το περίφημο λογοπαίγνιο – που τόσο άρεσε κι εξακολουθεί να αρέσει κυρίως σε όσους θέλουν να αποδείξουν πως οι θεωρίες του απέτυχαν – προσπάθησε να δείξει την κενότητα  ενός σαλτιμπάγκου, που προσπάθησε να περιβληθεί τη δόξα του Ναπολέοντα, αυτού που η Ιστορία κατέταξε στους μεγάλους.
 Η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Υπάρχουν όμως αναλογίες και ομοιότητες γεγονότων και καταστάσεων προηγούμενων εποχών με τη δική μας, που θα έπρεπε να μας διδάξουν, να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε τη σημερινή μας κατάσταση, ώστε να μπορέσουμε να χαράξουμε μια καλύτερη πορεία.
 Ο Bruce Bueno de Mesquita, είναι καθηγητής στην έδρα Julius Silver του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης και ειδικός στη Θεωρία των Παιγνίων, που τόσο άρεσε, παρόλο που δεν μπόρεσε να την εφαρμόσει, στον Γιάνη Βαρουφάκη.
  Στο εξαίρετο βιβλίο του, «Το παιχνίδι της πρόβλεψης» (εκδόσεις Ποιότητα), προτείνει για τη χώρα μας τη χρήση τέτοιων μοντέλων πρόβλεψης. Έτσι πιστεύει πως θα μπορέσουμε να χαράξουμε μια στρατηγική εξόδου από την σημερινή άθλια κατάσταση μας.
 Στο βιβλίο παραθέτει  ένα έξοχο ιστορικό παράδειγμα. Την καλπάζουσα παρακμή της αρχαίας Σπάρτης, που άρχισε τριάντα τρία μόλις χρόνια από το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου και την ήττα της Αθήνας .
 Με λίγα λόγια η ιστορία έχει ως εξής:
Νικώντας η Σπάρτη κληρονόμησε την αθηναϊκή αυτοκρατορία και τον πλούτο της. Σπαρτιάτες στρατηγοί ανέλαβαν την διοίκηση πλούσιων περιοχών, πλουτίζοντας οι ίδιοι και αρκετοί παρατρεχάμενοι τους.
 Οι Σπαρτιάτες ήταν πάντα λίγοι. Στις πιο καλές τους εποχές, αυτοί που είχαν πολιτικά δικαιώματα, δεν ξεπερνούσαν τους 9,000. Γι’ αυτό και γυμνάζονταν κι ήσαν πάντα ετοιμοπόλεμοι, από το φόβο μιάς επανάστασης των πολυπληθέστερων ειλώτων.
 Μια συνήθεια και υποχρέωση συνάμα, ήταν η συμμετοχή των ανδρών στο κοινά στρατιωτικά συσσίτια, όπου το γεύμα ήταν λιτό κι όχι και πολύ νόστιμο. Τα έξοδα των συσσιτίων μοιράζονταν μεταξύ τους. Όποιος δεν είχε να πληρώσει, και δεν συμμετείχε στο συσσίτιο, έχανε τα πολιτικά του δικαιώματα, άρα δεν μπορούσε να ψηφίσει για την ανάδειξη των αρχόντων.
  Όσο τα συσσίτια ήταν λιτά και φτωχά, τέτοιος φόβος δεν υπήρχε για κανέναν. Όταν όμως με την καινούργια κατάσταση δημιουργήθηκε μια κάστα πλουσίων που καλόμαθε στην πολυτέλεια και την καλοφαγία, το κόστος του συσσιτίου τινάχτηκε στα ύψη. Οι πιο πολλοί αδυνατούσαν ν’ ανταποκριθούν στα έξοδα. Απουσίαζαν από τα κοστοβόρα κοινά συσσίτια,  χάνοντας έτσι το δικαίωμα του πολίτη. Παραμονές της μάχης στα Λεύκτρα με τους Θηβαίους, δικαίωμα ψήφου είχαν περίπου 1,000 άνδρες.
 Οι «πολίτες» που είχαν απομείνει, ήταν φυσικά οι διεφθαρμένοι νεόπλουτοι και η κυβέρνηση (έφοροι) που εκλέξανε ήταν το ίδιο διεφθαρμένη μ’ αυτούς.
 Το πρώτο που έκαναν οι ενάρετοι αυτοί «πολίτες» ήταν να αποφύγουν τη στράτευση
 στέλνοντας ανεκπαίδευτους υπηρέτες στη θέση τους. Το ίδιο έκαναν και με τα άλογα. Τα πιο καλά τα κράτησαν για τις ιπποδρομίες, όπως και τους εκπαιδευμένους άντρες ιππείς, γιατί εκεί τα στοιχήματα ήταν χοντρά και τα κέρδη μεγάλα.
 Αντίθετα, στο Θηβαϊκό στρατόπεδο, άντρες και ζώα ήσαν άριστα γυμνασμένοι και εκπαιδευμένοι. Έτσι, παρόλο που οι Θηβαίοι ήσαν σχεδόν μισοί (11.000 Σπαρτιάτες, 6.000 Θηβαίοι) νίκησαν τους μέχρι τότε αήττητους Σπαρτιάτες, βάζοντας οριστικά τη Σπάρτη στο περιθώριο.
 Στην περίπτωση λοιπόν της Σπάρτης, δεν χρειάστηκε κανένας «εθνομηδενιστής» Τσίπρας ή άλλος αριστερός για να την οδηγήσει στην καταβαράθρωση. Τα καταφέρανε μια χαρά μόνοι τους.
 Κάτι ανάλογο συνέβη και στη σύγχρονη Ελλάδα. Όσο οι «κοινότητες» εξακολουθούσαν να υπάρχουν και να συσπειρώνουν τη μεγάλη, τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού, το εθνικό αίσθημα ήταν ακμαίο κι έδωσε το έπος το ’40, την Εθνική Αντίσταση και τον αγώνα για την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
 Η παρακμή άρχισε με το οικονομικό «μπούμ» της δεκαετίας 50-60 και πήρε εκρηκτικές διαστάσεις από το ΄74 και μετά. Κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης συγκροτείται αυτό που οι σύγχρονοι αναλυτές αποκαλούν «βαθύ κράτος», μια κοινωνική συμμαχία της μεγαλοκαπιταλιστικής αστικής τάξης με τμήματα μεσοστρωμάτων, κυρίως ανωτέρων υπαλλήλων, ένστολων, αλλά και ολόκληρων τμημάτων εργαζομένων σε δημόσιες επιχειρήσεις, μέσω της ενσωμάτωσης του συνδικαλιστικού κινήματος και φυσικά των ίδιων των στελεχών και μελών των πολιτικών κομμάτων.
 Το συνταρακτικότερο όμως γεγονός της μεταπολίτευσης, είναι η υποκατάσταση της Ελλάδας με την Αθήνα. Το γεγονός αυτό αγωνίζεται μόνος του να το αναδείξει ο Δημ. Μάρτος με τα βιβλία του «Αθήνα, πρωτεύουσα του Νέου Ελληνικού Κράτους» από τις εκδόσεις «Γόρδιος» και «Αθηναϊσμός» από τις ίδιες εκδόσεις.
 Οι συνέπειες αυτής της υποκατάστασης, είναι η εγκατάλειψη της Κύπρου στην τύχη της, με την υποκριτική στρατηγική «η Κύπρος αποφασίζει, εμείς ακολουθούμε», η υποβάθμιση του μακεδονικού ζητήματος, η υποχώρηση στις τουρκικές προκλήσεις, όσο αυτές δεν απειλούν το πολεοδομικό συγκρότημα της πρωτεύουσας, καταστροφική για το λαό, όχι όμως για το «βαθύ κράτος» διαχείριση της οικονομικής κρίσης από όλες τις κυβερνήσεις μέχρι και σήμερα και φυσικά η προετοιμασία της κοινής γνώμης για νέες εθνικές καταστροφές.
 Όσοι λοιπόν εξακολουθούν να χρησιμοποιούν τον  χαρακτηρισμό «εθνομηδενισμός», στρέφοντας τον αποκλειστικά εναντίον του Τσίπρα και της «Αριστεράς», απλώς συσκοτίζουν τα πραγματικά αίτια της παρακμής του εθνικού φρονήματος, μέσω της διάλυσης του κοινωνικού ιστού και της μετατροπής της ελληνικής κοινωνίας σε ένα σύνολο ιδιωτών – καταναλωτών, υπηκόων του Αθηναϊκού κράτους.
 Ο ίδιος ο Τσίπρας και η «Αριστερά» δεν είναι τίποτε άλλο παρά τμήματα της οικονομικής και κοινωνικής συμμαχίας που συγκροτεί το «βαθύ (αθηναϊκό) κράτος». Ο Π. Κονδύλης, στον πρόλογο του βιβλίου του «Η παρακμή του Αστικού Πολιτισμού», επεσήμανε πως οι «ιδεολογικές» τοποθετήσεις των (ελλήνων) πολιτικών εξυπηρετούν απλώς την τοποθέτηση τους μέσα στο πολιτικό παιχνίδι και αλλάζουν ανάλογα με  τις απαιτήσεις του πολιτικού παιχνιδιού και τις μεταστροφές της κοινής γνώμης κι αυτό μάλλον δεν απλά ελληνική πατέντα.