Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

Ιστορικές επαναλήψεις Νο 5: Οι ατελείωτες Συνταγματικές μεταρρυθμίσεις

Του Γεράσιμου Δεληβοριά


Διακόσια είκοσι επτά χρόνια έχουν περάσει από «τον όρκο του σφαιριστηρίου» που σήμανε την αρχή της Γαλλικής Επανάστασης και να, ένα συνταγματικό παραλήρημα έχει καταλάβει τον Τσίπρα και τον Κατρούγκαλο, τον Βενιζέλο, την «Καθημερινή», διάφορους αναλυτές και κινήσεις πολιτών.
 Στην πραγματικότητα, η συνταγματική μεταρρύθμιση που φαίνεται να κυοφορείται, είναι μια από τις πολλές που έχουν πραγματοποιηθεί στη χώρα μας.
 Η διαφορά της σημερινής προσπάθειας με τις προηγούμενες, ήταν πως οι τελευταίες είχαν να επιλύσουν ένα σημαντικό πρόβλημα στον ανταγωνισμό των πολιτικών ή των ανώτερων κοινωνικών δυνάμεων της χώρας.
 Η αλλαγή του 1843, είχε στόχο τον εξοβελισμό των Βαυαρών και την αντικατάσταση τους από εγχώριους πολιτικούς και στελέχη της Διοικήσεως. Καθόλου δεν έθιξε το πρόβλημα της μοναρχίας και του συγκεκριμένου μονάρχη, ούτε φυσικά το καθεστώς της ξένης Προστασίας και της εθνικής υποτέλειας, εκφραστής και τοποτηρητής του οποίου ήταν η ξενόφερτη μοναρχία.(1)
 Το ίδιο συνέβηκε και με την αλλαγή του 1864. Αφήνοντας άθικτο τον θεσμό της ξενόφερτης δυναστείας, οι «επαναστάτες» της εποχής περιορίστηκαν και πέτυχαν την καθολική (ανδρική) ψηφοφορία και την καθιέρωση της αρχής της «δεδηλωμένης» πλειοψηφίας.
 Και οι δύο αυτές αλλαγές, στην πραγματικότητα θεμελίωσαν το κομματικό κράτος που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, όπως σωστά επισημαίνει ο κ. Δημήτρης Ψυχογιός(2).

 Η μεν καθολική ψηφοφορία παρείχε στους πολιτικούς αρχηγούς ισχυρή νομιμοποίηση έναντι του στέμματος, η δε «δεδηλωμένη» υποδούλωνε τα μικρότερα κόμματα και τους αρχηγούς τους, υποχρεώνοντας τους να συμπαραταχθούν με τους ισχυρότερους, αν ήθελαν να γίνουν κάποτε υπουργοί ή να ασκούν εξουσία στην επαρχία τους. Ένα φαινόμενο που επαναλαμβάνεται και σήμερα με τον Λεβέντη, τη Γεννηματά και τον Θεοδωράκη.
 Βέβαια, ο κ. Ψυχογιός δεν θίγει καθόλου το πρόβλημα της ξένης Προστασίας και υποτέλειας, αναφέρει όμως πως «ο Γεώργιος (ο Α’) αδιαφορούσε για τα εσωτερικά ζητήματα – επενέβαινε μονάχα σε θέματα που αφορούσαν την εξωτερική πολιτική (γιατί από αυτά κρινόταν η τύχη του) και τα οικονομικά του κλπ»(3) (οι επισημάνσεις και υπογραμμίσεις είναι φυσικά δικές μας).
 Τα  θέματα εξωτερικής πολιτικής από τα οποία κρινόταν η τύχη του Γεωργίου Γλύξμπουργκ και των απογόνων του, τα οποία ο κ. Ψυχάρης αποφεύγει να αναλύσει, ήταν φυσικά η διατήρηση του καθεστώτος της ξένης προστασίας και εξάρτησης.
 Το καθεστώς αυτό, όπως και το ρόλο του Παλατιού δεν έθιξε και η συνταγματική μεταρρύθμιση του Ελ. Βενιζέλου, ο οποίος προτίμησε την Αναθεωρητική Βουλή του 1910 αντί για τη Συντακτική  Συνέλευση που ζητούσαν οι πιο θερμόαιμοι οπαδοί του. Έτσι η βενιζελική συνταγματική μεταρρύθμιση θα κυοφορήσει μονάχα την ανανέωση της πολιτικής ελίτ μα τη δημιουργία ενός ισχυρού βενιζελικού κόμματος.
 Ο ρόλος του Παλατιού σαν τοποτηρητή των ξένων συμφερόντων θα διατηρηθεί με ένα μικρό διάλειμμα έντεκα χρόνων αβασίλευτης Δημοκρατίας μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν ο πολιτικός κόσμος προσπαθεί να αυτονομηθεί από την βασιλική κηδεμονία, διεκδικώντας για τον εαυτό του το ρόλο του εκφραστή και τοποτηρητή του καθεστώτος της ξένης Προστασίας (ανήκομεν εις την Δύσιν).
 Πρώτος ο Κων. Καραμανλής ετοιμάζει το 1961 μια «βαθειά τομή» στο Σύνταγμα που θα παραμέριζε τον βασιλιά σε διακοσμητικό ρόλο. Παραδόξως, η μοναρχία βρήκε σύμμαχο και διασώστη την αριστερή νεολαία, η οποία με το σύνθημα 1-1-4  κατέβηκε σε μαχητικές διαδηλώσεις ματαιώνοντας τα καραμανλικά σχέδια.
 Την προσπάθεια του Καραμανλή συνέχισε και ο Γεώργιος Παπανδρέου, όχι όμως συνταγματικά, αλλά προσπαθώντας να αφαιρέσει από τον βασιλιά τη διοίκηση του στρατού και της Χωροφυλακής που έλεγχε διοικητικά όλη την υπόλοιπη χώρα εκτός από την Αθήνα και τον Πειραιά.   
 Η οριστική επικράτηση της «πολιτικής ελίτ» θα έρθει με την Μεταπολίτευση του 1974. Και με την συνταγματική μεταρρύθμιση του 1985 θα καθιερωθεί η αιρετή μοναρχία, με τον εκάστοτε Πρωθυπουργό στο ρόλο του απόλυτου μονάρχη για όσο διάστημα το κόμμα του διατηρεί την πλειοψηφία.
 Με την άποψη αυτή συμφωνεί και ο κ. Ψυχάρης, διαπιστώνοντας ότι «το μεγάλο πρόβλημα της Ελλάδας είναι ιστορικά η παντοδυναμία της πολιτικής ελίτ απέναντι στη κοινωνία και η έλλειψη φραγμών, θεσμικών και πολιτιστικών, στον πολιτικό ανταγωνισμό. Την παντοδυναμία του Πρωθυπουργού και των πολιτικών αρχηγών καθαγιάζει υποτίθεται η λαϊκή ψήφος, όπως τους βασιλιάδες κάποτε τους καθαγίαζε ο Θεός» (4).
 Η ύπαρξη μιας ισχυρής (μη πολιτικής όπως στην Ιρλανδία) Γερουσίας και ενός ισχυρού Συνταγματικού Δικαστηρίου, όπως στη Γερμανία, θα έλυνε σύμφωνα με τον κ. Ψυχάρη μακροπρόθεσμα πολλά από τα προβλήματα (του αθέμιτου και εξοντωτικού πολιτικού ανταγωνισμού).
 Δυστυχώς όμως, για να γίνουν τέτοιες αλλαγές διαπιστώνει ο ίδιος, «πρέπει να το αποφασίσουν οι πολιτικοί – και φυσικά είναι το τελευταίο που θα θέλουν να κάνουν».
 Έτσι η μόνη ελπίδα για την ταλαίπωρη χώρα μας, είναι «η ευρωπαϊκή ενοποίηση», η κατάργηση δηλαδή και τυπικά του ελλαδικού κράτους που βεβαίως θα εξαλείψει και τις «δικές μας πατροπαράδοτες θεσμικές αδυναμίες» και συνακόλουθα «θα αλλάξει η πολιτική μας κουλτούρα». Και με την ευχή να συνεχιστεί «ο περιορισμός της «εθνικής (μας) κυριαρχίας» και σε άλλα πεδία» ο κ. Ψυχάρης κλείνει το άρθρο του.
 Μόνο που εκεί στο τέλος, στο κλείσιμο, άθελα του λέει την αλήθεια. Γιατί βάζει στην εθνική κυριαρχία εισαγωγικά, όπως ακριβώς συμβαίνει στην πραγματικότητα.
 Κι αυτό είναι το μεγάλο, το βασικό πρόβλημα της χώρας μας. Η εθνική υποτέλεια που συνεχίζεται με άλλους τρόπους και άλλους διαχειριστές από το 1832 μέχρι σήμερα.
 Και κάθε συζήτηση για Συνταγματικές μεταρρυθμίσεις θα έχει νόημα, μονάχα αν βοηθά την προσπάθεια ανόρθωσης του έθνους και της κοινωνίας μας σε υποκείμενο της ιστορίας του.

1)Δημ. Μάρτος, «Αθήνα πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους» και «Αθηναϊσμός» εκδόσεις Γόρδιος
2) Δημ.Ψυχογιός «Νέο Σύνταγμα αλλά με παλιά υλικά;» ΤΟ ΒΗΜΑ 14/8/16
3)Δημ.Ψυχογιός, ο.π.
4)Δημ.Ψυχογιός, ο.π.