Παρασκευή 4 Αυγούστου 2017

Ο πλάγιος φόρος τραπεζικών συναλλαγών

Του Αλέξη Ζακυνθινού
Η προμήθεια που εισπράττουν οι τράπεζες μέσω των POS, μοιάζει πράγματι με μία ακόμη πλάγια και κρυφή φορολόγηση των Ελλήνων – των μικρομεσαίων εταιριών ουσιαστικά, καθώς επίσης των ελευθέρων επαγγελματιών που έχουν επωμισθεί το μεγαλύτερο βάρος της πολιτικής των μνημονίων.

Άποψη

Η είδηση σχετικά με το εξώδικο που απέστειλε ένας ελεύθερος επαγγελματίας της Καλαμάτας στην εφορία της περιοχής του (πηγή: Θάρρος News), μη αποδεχόμενος να εγκαταστήσει μηχάνημα POS στην επιχείρηση του, έχει ασφαλώς ιδιαίτερο ενδιαφέρον ακόμη και αν δεν είναι αληθινή – αφού στηρίζεται στα δικαιώματα του που απορρέουν από το Σύνταγμα, το οποίο ελάχιστοι Πολίτες της χώρας γνωρίζουν. Δυστυχώς παρά το ότι πρόκειται ουσιαστικά για το κοινωνικό συμβόλαιο που έχει συναφθεί μεταξύ αυτών και του κράτους – το οποίο ασφαλώς οφείλει να τηρείται απαρέγκλιτα. Το εξώδικο αυτό αναφέρει τα εξής:
«Με την παρούσα δήλωση σας κάνω γνωστό ότι στην επιχείρησή μου δεν πρόκειται να τοποθετήσω μηχάνημα ΡΟS για τους κάτωθι λόγους:
(1) Με την τοποθέτηση του μηχανήματος ΡΟS αυτόματα γίνεται συνέταιρος και δικαιούχος στις εισπράξεις μου ένα τρίτο πρόσωπο, η τράπεζα, η οποία αρπάζει μέρος του τζίρου μου, δηλαδή με απλά λόγια μέρος της εργασίας και των κόπων μου, χωρίς να έχει συμβάλει καθόλου στα έξοδα λειτουργίας της επιχειρήσεώς μου.
Ουσιαστικά εξαναγκάζεται ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, εν μέσω της τεράστιας οικονομικής ύφεσης που διανύει η χώρα εξαιτίας της απάτης εις βάρος μας από τους κυβερνώντες και τους τραπεζίτες, να προσθέσει ένα επιπλέον έξοδο στην επιχείρησή του, αφού τα μηχανήματα POS ενοικιάζονται από τις τράπεζες, με αποτέλεσμα να μειώνεται ακόμα περισσότερο ο τζίρος της κάθε επιχείρησης, καθώς υπάρχουν προμήθειες για κάθε συναλλαγή που διενεργείται. Όλα αυτά υποχρεωτικά, αποστερώντας μου οιανδήποτε οικονομική πρωτοβουλία.
Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να αποδεχτώ αυτό, καθώς υπάρχει ευθεία προσβολή του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, όσον αφορά στην οικονομική μου ελευθερία, η οποία περιορίζεται. Όποιος με υποχρεώσει, συμμετέχει σε εκβίαση και υπεξαίρεση εις βάρος μου. Αδικήματα κακουργηματικού χαρακτήρα που αντιμετωπίζονται και με την αυτόφωρη διαδικασία.
(2) Με την υποχρεωτική χρησιμοποίηση των καρτών και του μηχανήματος ΡΟS, αυτόματα γνωρίζει ένα τρίτο πρόσωπο (η τράπεζα), δηλαδή ένας ιδιώτης, τις καταναλωτικές και όχι μόνο συνήθειες του χρήστη των καρτών, αποστερώντας του την οποιαδήποτε ιδιωτικότητα στην προσωπική του ζωή, προσβάλλοντας το δικαίωμα της ελευθερίας του σαν οικονομική και κοινωνική οντότητα. Ευθεία παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του Συντάγματος και των νόμων που είναι σύμφωνοι με αυτό.
(3) Η αναφερόμενη εις το ΦΕΚ 1445/2017 τεύχος δεύτερο Α.Α.Δ.Ε., σύμφωνα με το Φ.ΕΚ. Ιδρύσεώς της [Φ.Ε.Κ. 94/27-05-2016. ν.4389], στερείται νομικής προσωπικότητας και, επομένως, δεν είναι νομικό πρόσωπο. Δε δικαιούται να πραγματοποιήσει ουδεμία οικονομική ή συμβολαιογραφική πράξη, ούτε να παραστεί σε δικαστήριο, λόγω ελλείψεως νομικής προσωπικότητάς της.
Επίσης, το ότι δε δίνει λογαριασμό σε καμία δημόσια κρατική υπηρεσία, τι κάνει τα χρήματα που εισπράττει και πού τα διαθέτει, είναι απόδειξη της υπεξαιρέσεως δημοσίου χρήματος και αρνούμαι να γίνω συνεργός στη διαρκή αυτή απάτη. Παρ’ όλα αυτά, δείχνοντας καλή θέληση, δύναμαι να αποδεχτώ την τοποθέτηση του μηχανήματος POS εις την επιχείρησή μου, μόνο με την προϋπόθεση ότι και η τράπεζα θα μου δίνει το αντίστοιχο ποσοστό του τζίρου της. Και αυτό δεν το λέω απλά εγώ. Το επιβάλλει το άρθρο 4 του Συντάγματος«.
Εν προκειμένω φαίνεται καθαρά πως οι Πολίτες, όταν πραγματικά θέλουν, είναι σε θέση να αντιδράσουν απέναντι στις αυθαιρεσίες της εκάστοτε εξουσίας – ειδικά όσον αφορά τις τράπεζες οι οποίες, παρά το ότι διασώθηκαν από τους φορολογημένους που έχασαν πάνω από 40 δις € και τελικά αφελληνίσθηκαν, επιβάλλουν σήμερα με τη βοήθεια του κράτους έναν πλάγιο, κρυφό φόρο τραπεζικών συναλλαγών, υπολογίζοντας στην ανοχή ή/και στην άγνοια των «πελατών» τους.
Υπενθυμίζουμε εδώ πως με ένα τραπεζικό κόλπο άνευ προηγουμένου οι ελληνικές τράπεζες, στις οποίες είναι υποθηκευμένο ένα μεγάλο μέρος της ιδιωτικής περιουσίας (στην πρώην ΑΤΕ το 70% σχεδόν της αγροτικής γης), υφαρπάχθηκαν από ξένους – οι οποίοι έχουν ήδη προετοιμάσει μαζικές κατασχέσεις και πλειστηριασμούς για τις αρχές του Φθινοπώρου.
Πρόκειται για τη γνωστή «κόκκινη καταιγίδα» μέσω της οποίας οι Έλληνες, αφού διέσωσαν τις τράπεζες, αφενός μεν θα χάσουν τα σπίτια τους, αφετέρου θα μείνουν χρεωμένοι με το υπόλοιπο του δανείου τους – με το ποσόν δηλαδή που δεν θα καλυφθεί από τα έσοδα του πλειστηριασμού.
Σε όλους όσους θεωρούν τώρα πως είναι οι Πολίτες υπεύθυνοι, επειδή χρεώθηκαν και δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τα δάνεια τους, θα λέγαμε πως είναι άδικο να κατηγορούνται – αφού μέσω της πολιτικής που επιβλήθηκε στη χώρα μειώθηκε ο μισθός τους πάνω από 50%, κατέρρευσε η τιμή των ακινήτων τους κατά ένα περίπου ανάλογο ποσοστό, αυξήθηκαν οι φόροι, επιβαρύνθηκαν με ΕΝΦΙΑ, έμειναν άνεργοι κοκ.
Δεν είναι βέβαια οι πρώτοι που «εξαπατούνται», αντιμετωπίζονται ως ηλίθια υποζύγια ή συγκρούονται με τις τράπεζες – αφού ακόμη και στην Αυστρία έχει δημιουργηθεί ένας σύνδεσμος εξαπατημένων από το τραπεζικό σύστημα, ο οποίος προσπαθεί επίσης να αμυνθεί (ανάλυση).
Ανεξάρτητα όμως από αυτό, η προμήθεια που εισπράττουν οι τράπεζες μέσω των POS μοιάζει πράγματι με μία ακόμη πλάγια και κρυφή φορολόγηση των Ελλήνων – των μικρομεσαίων εταιριών ουσιαστικά, καθώς επίσης των ελευθέρων επαγγελματιών που έχουν επωμισθεί το μεγαλύτερο βάρος της πολιτικής των μνημονίων. Το παράδοξο βέβαια δεν είναι πως οι Πολίτες αντιμετωπίζονται ως αντικείμενα εκμετάλλευσης, αφού οι τράπεζες κάνουν τη δουλειά τους προσπαθώντας να κερδίσουν από παντού, αλλά το ότι δεν αντιδρούν – έχοντας αποστασιοποιηθεί εντελώς, παρακολουθώντας τη ληστεία τους σαν να πρόκειται για θεατές και όχι για θύματα.

Ανάρτηση από: http://www.analyst.gr/2017