Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2018

«Φτιάξε μου εσύ τις εικόνες και θα σου φτιάξω εγώ τον πόλεμο»

Της Φραγκίσκας Μεγαλούδη

Το 1897, και ενώ η κουβανική αντίσταση εναντίον των Ισπανών είχε ατονήσει, ο William Randolph Hearst, ιδρυτής της εφημερίδας New York Journal, συνέχιζε να στέλνει απεσταλμένους στην Κούβα να καλύψουν τον πόλεμο. Κάποια στιγμή ένας από τους πιο διάσημους εικονογράφους του, ο Frederic Remington βαρέθηκε να περιμένει στην Αβάνα και ζήτησε από τον Hearst να τον φέρει πίσω στη Νέα Υόρκη. Στο τηλεγράφημα του έγραφε: «Ολα είναι ήσυχα εδώ, δεν υπάρχει πόλεμος. Θέλω να γυρίσω». Η απάντηση του Hearst θα μείνει στην ιστορία: «Παρακαλώ μείνε. Φτιάξε μου εσύ τις εικόνες και θα σου φτιάξω εγώ τον πόλεμο».

Δεκατρία χρόνια αργότερα, το 1910, ο πρόεδρος Roosevelt σε ομιλία του στη Σορβόνη έλεγε ότι ο ρόλος του δημοσιογράφου για τη λειτουργία της δημοκρατίας είναι καταλυτικός. «Τα λάθη, τα ψέμματα και η απόκρυψη της αλήθειας βλάπτουν την κοινωνία όταν τα διαπράττει ένας απλός πολίτης, η ζημιά τους όμως πολλαπλασιάζεται όταν γίνονται όργανο για να χειραγωγηθεί το κοινό μέσω μιας εφημερίδας».

Έκτοτε πολλά άλλαξαν στο χώρο των μέσων ενημέρωσης, πολλά όμως έχουν παραμείνει αναλλοίωτα. Το κοινό πέρασε από την εφημερίδα μεγάλου σχήματος στο tabloid και από εκεί στην τηλεόραση για να φτάσει σήμερα στα κινητά τελευταίας τεχνολογίας. Η δημοσιογραφία επεκτάθηκε, και κάποιες στιγμές κατόρθωσε να ορίσει την ροή της ιστορίας. Αποκαλύψεις όπως εκείνες του βραβευμένου Seymour Hersh για τη σφαγή στο My Lai στο Βιετνάμ το 1969 ξεσκέπασαν έναν από τους πιο βρώμικους πολέμους του 20ού αιώνα και κλυδώνισαν το πολιτικό κατεστημένο της εποχής.

Όταν η υπερπληροφόρηση ισοδυναμεί με καθόλου πληροφόρηση


Στον 21ο αιώνα η δημοσιογραφία μοιάζει να έχει μετακυλήσει απο την μονάδα στο σύνολο. Όποιος έχει πρόσβαση σε μια διαδικτυακή πλατφόρμα είναι ταυτόχρονα αποδέκτης και παραγωγός ειδήσεων. Οι μεγάλες εφημερίδες κλείνουν, οι τηλεοπτικοί σταθμοί ακολουθούν σταδιακά την ίδια μοίρα ενώ το διαδίκτυο και τα κοινωνικά δίκτυα επιβάλλουν μια νέα νοοτροπία όπου το είδος της συσκευής ορίζει το περιεχόμενο. Η πληροφορία μεταφέρεται σαν διαφήμιση με σύντομα εναλλασσόμενα κλιπς φιλικά για οθόνες smartphones όπου σε 30 δευτερόλεπτα περνάνε μπροστά σου πολύπλοκα θέματα αποκομμένα από το πολιτικό και κοινωνικό τους πλαίσιο.

Σε λίγα λεπτά μπορείς να έχεις πρόσβαση σε εκατομμύρια αποτελέσματα μέσω της Google σερβιρισμένα με αρκετές διαφημίσεις και, ενώ υπάρχει η αίσθηση της πληθώρας πληροφοριών, στην ουσία το κοινό έχει πρόσβαση σε όλο και λιγότερα νέα. Τα πρωτογενή ρεπορτάζ είναι πλέον ελάχιστα. Οι δημοσιογραφικές ομάδες των μεγάλων μηντιακών συγκροτημάτων συρρικνώνονται για να δώσουν χώρο στα τμήματα δημόσιων σχέσεων και διαφημίσεων. Οι ιδιοκτήτες των μέσων ενημέρωσης είναι παράλληλα ιδιοκτήτες πολλαπλών εταιρειών, συνδέονται άμεσα με το οικονομικό και πολιτικό κατεστημένο και οι σχέσεις αυτές ορίζουν και το περιεχόμενο της έρευνας. Χωρίς να υπάρχει πάντα καθαρή γραμμή από την ιδιοκτησία, ο δημοσιογράφος ξέρει να αυτολογοκρίνεται για να μην θίξει τα συμφέροντα εκείνων που στηρίζουν οικονομικά είτε με διαφημίσεις το μέσο που τον πληρώνει.

Το κοινό έχει σε μεγάλο βαθμό απαξιώσει τους δημοσιογράφους. Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη μελέτη του Reuters (2017) σε 36 χώρες για την εμπιστοσύνη στα ψηφιακά μέσα, το 51% των Αμερικανών δήλωσε ότι τις ειδοποιήσεις των νέων τις λαμβάνει από τα κοινωνικά δίκτυα παρόλο που το 67% συνεχίζει παράλληλα να χρησιμοποιεί την τηλεόραση για την ενημέρωσή του. Στην Αγγλία  τέσσερις στους δέκα ενημερώνονται μέσω διαδικτύου ενώ στη Γερμανία το ποσοστό αυτό πέφτει στο 29% καθώς οι Γερμανοί παραμένουν παραδοσιακοί στην τηλεόραση για νέα και ειδήσεις. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Ελλάδας, όπου παρόλο που 7 στους δέκα συνεχίζουν να παρακολουθούν τηλεόραση, το 95% χρησιμοποιεί το διαδίκτυο για την ενημέρωση του.

Και όμως αυτά τα εντυπωσιακά ποσοστά δεν σημαίνουν ότι το κοινό εμπιστεύεται τα νέα που λαμβάνει είτε διαδικτυακά είτε από την τηλεόραση και τον τύπο. Σχεδόν οι μισοί από τους ερωτηθέντες στις 36 χώρες της έρευνας δήλωσαν ότι δεν εμπιστεύονται τα νέα που διαβάζουν.

Για την απαξίωση αυτή ευθύνονται πάνω από όλα τα μέσα ενημέρωσης καθώς έχουν τα ίδια αποδομήσει το ρόλο τους. Αναδεικνύοντας θέματα χωρίς ουσία απλά με μόνο γνώμονα την αύξηση του κοινού, δημοσιεύοντας αστήρικτα ρεπορτάζ ή μονόπλευρα νέα, τα μήντια βάζουν την ταφόπλακα της δημοσιογραφίας.

Τα περίφημα fake news ήταν ένας ακόμα λόγος που ώθησε μεγάλο μέρος του κοινού να αμφισβητήσει την πληροφορία που του παρέχεται και να ψάξει εναλλακτικές πηγές ενημέρωσης. Ο πολίτης μέσα στην πληθώρα των εικόνων και της πληροφορίας, προσπαθεί να πάρει στα χέρια του την ενημέρωση καταφεύγοντας συχνά σε θεωρίες συνωμοσίας οι οποίες κάποιες φορές δεν διαφέρουν και πολύ από αυτές που τα ίδια τα μέσα ενημέρωσης σερβίρουν. Υπήρχε μια γενική συναίνεση τις προηγούμενες δεκαετίες όταν οι πολίτες εμπιστεύονταν γενικά το πολιτικό και μηντιακό κατεστημένο. Με την πάροδο των ετών, τις οικονομικές κρίσεις που οδήγησαν σε συσσώρευση πλούτου στα χέρια μιας μικρής ελίτ, την επιθετική εξωτερική πολιτική υπερδυνάμεων με συνέπειες που τελικά βάρυναν τον απλό πολίτη αλλά και την τεράστια διείσδυση του διαδικτύου η συναίνεση αυτή χάθηκε.

Σήμερα το μηντιακό κατεστημένο εξεγείρεται κατά των fake news και των θεωριών συνωμοσίας, οι New York Times και η Guardian δημοσιεύουν λίβελλους, ξεχνάνε όμως ότι, λίγα χρόνια πριν, οι ίδιοι προωθούσαν αστήρικτες ειδήσεις εξυπηρετώντας συγκεκριμένους πολιτικούς σκοπούς.

Ποιος θα ξεχάσει τα όπλα μαζικής καταστροφής που οδήγησαν στον δεύτερο πόλεμο κατά του Ιράκ, την ύπαρξη των οποίων ελάχιστοι δημοσιογράφοι και μεγάλες εφημερίδες αμφισβήτησαν, μέχρι που αποδείχτηκαν ανύπαρκτα;

Όταν τον Σεπτέμβριο του 2012 το αμερικανικό προξενείο και μια μυστική βάση της CIA στη Βεγγάζη της Λιβύης δέχτηκαν επίθεση από μια ντόπια ένοπλη ομάδα, κανένα δημοσιογραφικό μέσο δεν αναρωτήθηκε γιατί οι ΗΠΑ είχαν προξενείο σε μια περιοχή που λυμαίνονταν οι ντόπιες ένοπλες ομάδες και τι ακριβώς έκανε εκεί. Η έμφαση δόθηκε αποκλειστικά στο αν οι ΗΠΑ ήταν ικανές να προστατέψουν τους πολίτες τους και στο δράμα της δολοφονίας του Αμερικανού προξένου, αποφεύγοντας κάθε άβολη ερώτηση. Όταν απόρρητα έγγραφα έδειξαν μυστικές συμφωνίες μεταξύ Ερντογάν, CIA και της MI6 για τη μεταφορά του οπλοστασίου του Καντάφι στους Σύριους αντάρτες, ελάχιστοι δημοσιογράφοι ασχολήθηκαν με τις αποκαλύψεις, οι οποίες γρήγορα θάφτηκαν κάτω από τα νέα για τις «φρικαλεότητες του Άσαντ» στη Συρία.

Όταν στις 4 Απριλίου του 2017 μια επίθεση με χημικά στη ΒΔ Συρία άφησε πίσω 70 νεκρούς, τα μεγαλύτερα δημοσιογραφικά σαιτ και εφημερίδες μας πληροφόρησαν πώς η Ιβάνκα Τραμπ, ως μητέρα και εκείνη, έκλαψε και παρακάλεσε τον πατέρα της να κάνει κάτι. Και εκείνος έστειλε πυραύλους να χτυπήσουν την Συρία.

Τα μήντια υπέδειξαν αμέσως τον κατηγορούμενο, τα χημικά σίγουρα τα έριξε ο Άσαντ και καλούσαν τη διεθνή κοινότητα να δράσει. Η Federica Mogherini, Ύπατη Εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας, δάκρυσε και δήλωσε ότι -ως μητέρα πάνω από όλα- ζητάει την τιμωρία του Ασαντ και όλες οι κάμερες έκαναν κοντινά πλάνα στα δακρυσμένα της μάτια.

Δέκα μέρες αργότερα, ένας βομβιστής αυτοκτονίας ανατινάσσεται έξω από το Αλέπο παρασέρνοντας στο θάνατο 126 ανθρώπους, ανάμεσά τους και 80 παιδιά. Τα μέσα ενημέρωσης κράτησαν μια περίεργη σιωπή, ο Τραμπ δεν έκανε καμία δήλωση στο τουίτερ, το μητρικό ένστικτο της Ιβάνκα και της Federica σώπασε και αυτό.

«Και προφανώς πνίγονται»


Και αν τα παραδείγματα από το εξωτερικό φαντάζουν λίγο μακρινά, ας δούμε τι ισχύει στη μικρή μας Ελλάδα. Ας θυμηθούμε λίγες από τις εκατοντάδες φορές που η ελληνική δημοσιογραφία υπήρξε «αμερόληπτη και αξιόπιστη»...

Πέντε χρόνια πριν ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους Έλληνες δημοσιογράφους, ο Γιάννης Πρετεντέρης, δήλωνε ότι το 2010 μαζί με συναδέλφους του απέκρυψαν από το κοινό την αλήθεια για τη μη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους – γεγονός που επέτρεψε την επέλαση των δανειστών στην Ελλάδα. Άφηνε μάλιστα να εννοηθεί ότι εκτελούσε συγκεκριμένες εντολές χωρίς ποτέ να κατονομάσει από ποιους. Λίγο αργότερα, η πρώην συνάδελφός του και νυν πολιτικός, η Μαρία Σπυράκη, παραδέχθηκε ότι είχε πληροφορίες για την κατάσταση του τραπεζικού συστήματος τις οποίες απέκρυψε για «λόγους συνείδησης καθώς έπρεπε να σωθούν οι τράπεζες». Παρόλο που τέτοιες δηλώσεις θα ισοδυναμούσαν τουλάχιστον με επαγγελματική αυτοκτονία, τίποτα από αυτά δεν συνέβη. Η Μαρία Σπυράκη κέρδισε μια θέση στο ψηφοδέλτιο της Νέας Δημοκρατίας και ο Γιάννης Πρετεντέρης συνέχισε να έχει τις εκπομπές του και να αρθρογραφεί. Ένα χρόνο μετά, ο μαχητικός σχολιαστής του Μέγκα, και ενώ το Αιγαίο ξέβραζε τα πνιγμένα παιδιά από το ναυάγιο στο Φαρμακονήσι, έλεγε ότι την ευθύνη φέρουν οι πρόσφυγες που βάζουν τα παιδιά τους στις βάρκες Γενάρη μήνα και «προφανώς πνίγονται».

Το 2015 ο πρώην εκπρόσωπος της Ελλάδας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Παναγιώτης Ρουμελιώτης είχε καταθέσει στην επιτροπή αλήθειας για το χρέος, ότι το ΔΝΤ είχε λίστα με Έλληνες δημοσιογράφους τους οποίους εκπαίδευε για να προωθούν τις θέσεις του στην ελληνική κοινή γνώμη. Μπορεί η κοινή γνώμη να μάθαινε τις θέσεις του ΔΝΤ αλλά δεν έμαθε ποτέ ποιοι ήταν αυτοί οι δημοσιογράφοι...

Το 2011 η περίφημη Λίστα Λαγκαρντ παραδίδεται στην Ελλάδα. Το 2015 ο Ερβέ Φαλτσιανί, ο άνθρωπος πίσω από τη Λίστα, έδωσε πολύωρη κατάθεση στους Έλληνες εισαγγελείς αποκαλύπτοντας ότι η πρωτότυπη λίστα είχε πολλά περισσότερα στοιχεία. Η είδηση θα έπρεπε να μονοπωλεί τα ΜΜΕ της Ελλάδας, δεδομένου και του πολέμου κατά της φοροδιαφυγής που είχαν κηρύξει όλα τα κόμματα που συμμετείχαν στην τότε προεκλογική εκστρατεία. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο όμως, η λίστα όχι μόνο υποβαθμίστηκε από τα μέσα ενημέρωσης αλλά υπήρχε οργανωμένη προσπάθεια να εμφανιστεί ο Φαλτσιανί ως αναξιόπιστος μάρτυρας. Με πολύ έντεχνο τρόπο τα δημοσιέυματα αναφέρονταν στα μπλεξίματα του Φαλτσιανί με την δικαιοσύνη, αποκρύπτοντας πως επρόκειτο για την αναμενόμενη δίωξη που του έχει ασκήσει η ίδια η HSBC για υποκλοπή δεδομένων στην Ελβετία. Το πιο ενδιαφέρον σημείο είναι ότι η εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ η οποία είχε πρόσβαση στα δεδομένα της λίστας Φαλτσιανί μέσω του ICIJ (Διεθνές Κονσόρτσιουμ Ερευνητικής Δημοσιογραφίας) δεν δημοσίευσε παρά μόνο μερικά πρωτοσέλιδα χωρίς ποτέ να αποκαλύψει κανένα όνομα. Για την ιστορία να πούμε ότι τα αδικήματα παραγράφηκαν με τις δυο αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας το 2017 και έτσι κανείς φορολογικός έλεγχος δεν μπορεί να γίνει πλέον στα ονόματα της λίστας.

Τελευταία ζούμε ένα ακόμα σκάνδαλο, αυτό της Novartis για το οποίο έχουμε διαβάσει τα πάντα, ή μάλλον σχεδόν τα πάντα. Και ενώ χάρη στο Σύνταγμα και στην «πολιτική ιδιοφυΐα» του Ευ. Βενιζέλου, σχεδόν όλα τα αδικήματα έχουν παραγραφεί, η κάλυψη του θέματος από δημοσιογράφους αντί να επικεντρώνεται στην συστημική διαφθορά και τους επαίσχυντους νόμους που απαλλάσσουν πολιτικούς από κάθε ευθύνη αλλά στέλνουν στη φυλακή ανθρώπους για πολύ μικρότερα αδικήματα, έχει καταντήσει ένα γελοίο θέαμα πολιτικής αντιπαράθεσης. Οι δημοσιογράφοι λειτουργούν στην πλειοψηφία τους σαν γραφείο τύπου κυβερνησης και αντιπολίτευσης και ζούμε όλοι το θέατρο του παραλόγου με υπόκρουση τις τσιρίδες του πρωην υπουργού υγείας Α. Γεωργιάδη.

Ένα χρόνο πριν, ο Κώστας Εφήμερος έγραφε ότι «...Ο δημοσιογράφος οφείλει να επιμένει και να επανέρχεται. Κανένα ρεπορτάζ δεν είναι πετυχημένο αν πεθάνει χωρίς αντίκτυπο. Και ως αντίκτυπο δεν υπολογίζω την επικοινωνιακή επιτυχία. Η θεσμική αντίδραση, η αλλαγή των ρυθμιστικών πλαισίων, η καταδίκη του υπαίτιου, η αλλαγή της νομοθεσίας, η θέσπιση νέων κανόνων δεν είναι απλά θεμιτή, είναι η ίδια η ουσία του ρεπορτάζ. Το δημοσίευμα της αποκαλυπτικής δημοσιογραφίας οφείλει να αφήνει αποτύπωμα στην κοινωνία με τον ίδιο τρόπο που μια δικαστική απόφαση αφήνει νομολογία για τις μελλοντικές αντίστοιχες περιπτώσεις. Όλα αυτά έπρεπε να είναι αυτονόητα.».

Δυστυχώς έχουμε πλέον ξεχάσει τι είναι αυτονόητο


Ανάρτηση από: https://www.thepressproject.gr